Translation meaning & definition of the word "taste" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεύση" στην ελληνική γλώσσα
Taste
[Γεύση]noun
1. The sensation that results when taste buds in the tongue and throat convey information about the chemical composition of a soluble stimulus
- "The candy left him with a bad taste"
- "The melon had a delicious taste"
- synonym:
- taste ,
- taste sensation ,
- gustatory sensation ,
- taste perception ,
- gustatory perception
1. Η αίσθηση που προκύπτει όταν οι γευστικοί κάλυκες στη γλώσσα και το λαιμό μεταφέρουν πληροφορίες για τη χημική σύνθεση ενός διαλυτού ερεθίσματος
- "Η καραμέλα τον άφησε με άσχημη γεύση"
- "Το πεπόνι είχε μια νόστιμη γεύση"
- συνώνυμο:
- γεύση ,
- αίσθηση γεύσης ,
- γευστική αίσθηση ,
- αντίληψη γεύσης ,
- γευστική αντίληψη
2. A strong liking
- "My own preference is for good literature"
- "The irish have a penchant for blarney"
- synonym:
- preference ,
- penchant ,
- predilection ,
- taste
2. Μια ισχυρή προτίμηση
- "Η προτίμησή μου είναι για την καλή λογοτεχνία"
- "Οι ιρλανδοί έχουν μια τάση για το μπλάρνεϊ"
- συνώνυμο:
- προτίμηση ,
- πενιχρόσ ,
- προαναρρόφηση ,
- γεύση
3. Delicate discrimination (especially of aesthetic values)
- "Arrogance and lack of taste contributed to his rapid success"
- "To ask at that particular time was the ultimate in bad taste"
- synonym:
- taste ,
- appreciation ,
- discernment ,
- perceptiveness
3. Λεπτή διάκριση (ειδικά των αισθητικών αξιών)
- "Η αλαζονεία και η έλλειψη γεύσης συνέβαλαν στην ταχεία επιτυχία του"
- "Το να ρωτήσω εκείνη τη συγκεκριμένη στιγμή ήταν το απόλυτο σε κακή γεύση"
- συνώνυμο:
- γεύση ,
- εκτίμηση ,
- διάκριση ,
- αντιληπτικότητα
4. A brief experience of something
- "He got a taste of life on the wild side"
- "She enjoyed her brief taste of independence"
- synonym:
- taste
4. Μια σύντομη εμπειρία από κάτι
- "Έχει μια γεύση ζωής στην άγρια πλευρά"
- "Απόλαυσε τη σύντομη γεύση της ανεξαρτησίας"
- συνώνυμο:
- γεύση
5. A small amount eaten or drunk
- "Take a taste--you'll like it"
- synonym:
- taste ,
- mouthful
5. Μια μικρή ποσότητα τρώγεται ή πίνεται
- "Πάρτε μια γεύση-θα σας αρέσει"
- συνώνυμο:
- γεύση ,
- μπουμπουλωμένοσ
6. The faculty of distinguishing sweet, sour, bitter, and salty properties in the mouth
- "His cold deprived him of his sense of taste"
- synonym:
- taste ,
- gustation ,
- sense of taste ,
- gustatory modality
6. Η σχολή της διάκρισης γλυκών, ξινών, πικρών και αλμυρών ιδιοτήτων στο στόμα
- "Το κρύο του στέρησε την αίσθηση της γεύσης"
- συνώνυμο:
- γεύση ,
- επιδείνωση ,
- αίσθηση της γεύσης ,
- γευστική τροπικότητα
7. A kind of sensing
- Distinguishing substances by means of the taste buds
- "A wine tasting"
- synonym:
- taste ,
- tasting
7. Ένα είδος αίσθησης
- Διάκριση των ουσιών μέσω των γευστικών ουσιών
- "Γευσιγνωσία κρασιού"
- συνώνυμο:
- γεύση ,
- γευσιγνωσία
verb
1. Have flavor
- Taste of something
- synonym:
- taste ,
- savor ,
- savour
1. Έχω γεύση
- Γεύση από κάτι
- συνώνυμο:
- γεύση ,
- απολαμβάνω
2. Perceive by the sense of taste
- "Can you taste the garlic?"
- synonym:
- taste
2. Αντιλαμβάνεται την αίσθηση της γεύσης
- "Μπορείς να δοκιμάσεις το σκόρδο?"
- συνώνυμο:
- γεύση
3. Take a sample of
- "Try these new crackers"
- "Sample the regional dishes"
- synonym:
- sample ,
- try ,
- try out ,
- taste
3. Πάρτε ένα δείγμα από
- "Δοκιμάστε αυτά τα νέα κράκερς"
- "Δείγμα τοπικών πιάτων"
- συνώνυμο:
- δείγμα ,
- προσπαθήστε ,
- δοκιμάστε ,
- γεύση
4. Have a distinctive or characteristic taste
- "This tastes of nutmeg"
- synonym:
- smack ,
- taste
4. Έχετε μια χαρακτηριστική ή χαρακτηριστική γεύση
- "Αυτή η γεύση μοσχοκάρυδου"
- συνώνυμο:
- αποστραγγίζω ,
- γεύση
5. Distinguish flavors
- "We tasted wines last night"
- synonym:
- taste
5. Ξεχωρίζω τις γεύσεις
- "Χτες το βράδυ δοκιμάσαμε κρασιά"
- συνώνυμο:
- γεύση
6. Experience briefly
- "The ex-slave tasted freedom shortly before she died"
- synonym:
- taste
6. Εμπειρία συνοπτικά
- "Ο πρώην σκλάβος γεύτηκε την ελευθερία λίγο πριν πεθάνει"
- συνώνυμο:
- γεύση