Translation meaning & definition of the word "tartar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τάρταρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tartar
[Τάρταρ]/tɑrtər/
noun
1. A salt used especially in baking powder
- synonym:
- cream of tartar ,
- tartar ,
- potassium bitartrate ,
- potassium hydrogen tartrate
1. Ένα αλάτι που χρησιμοποιείται ειδικά στη σκόνη ψησίματος
- συνώνυμο:
- κρέμα τάρταρ ,
- ταρτάρ ,
- διτρυγικό κάλιο ,
- τρυγικό κάλιο
2. A fiercely vigilant and unpleasant woman
- synonym:
- dragon ,
- tartar
2. Μια δυσάρεστη και προσεκτική γυναίκα
- συνώνυμο:
- δράκος ,
- ταρτάρ
3. A member of the mongolian people of central asia who invaded russia in the 13th century
- synonym:
- Tatar ,
- Tartar ,
- Mongol Tatar
3. Μέλος του μογγολικού λαού της κεντρικής ασίας που εισέβαλε στη ρωσία τον 13ο αιώνα
- συνώνυμο:
- Τατάρ ,
- Τάρταρ ,
- Μογγόλος Τατάρ
4. An incrustation that forms on the teeth and gums
- synonym:
- tartar ,
- calculus ,
- tophus
4. Μια δυσπιστία που σχηματίζεται στα δόντια και τα ούλα
- συνώνυμο:
- ταρτάρ ,
- λογισμός ,
- τόφος
Examples of using
The tartar has to be removed.
Η τάρτα πρέπει να αφαιρεθεί.