Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "tart" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τέχνη" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Tart

[Τάρτα]
/tɑrt/

noun

1. A woman who engages in sexual intercourse for money

    synonym:
  • prostitute
  • ,
  • cocotte
  • ,
  • whore
  • ,
  • harlot
  • ,
  • bawd
  • ,
  • tart
  • ,
  • cyprian
  • ,
  • fancy woman
  • ,
  • working girl
  • ,
  • sporting lady
  • ,
  • lady of pleasure
  • ,
  • woman of the street

1. Μια γυναίκα που ασχολείται με τη σεξουαλική επαφή για τα χρήματα

    συνώνυμο:
  • πόρνη
  • ,
  • κοκοτίνη
  • ,
  • πόρνετ
  • ,
  • παραπονιέμαι
  • ,
  • τάρτα
  • ,
  • κυπριακή
  • ,
  • φανταχτερή γυναίκα
  • ,
  • εργαζόμενο κορίτσι
  • ,
  • αθλητική κυρία
  • ,
  • κυρία της ευχαρίστησης
  • ,
  • γυναίκα του δρόμου

2. A small open pie with a fruit filling

    synonym:
  • tart

2. Μια μικρή ανοιχτή πίτα με γέμιση φρούτων

    συνώνυμο:
  • τάρτα

3. A pastry cup with a filling of fruit or custard and no top crust

    synonym:
  • tart

3. Ένα φλιτζάνι ζαχαροπλαστικής με γέμιση φρούτων ή κρέμας και χωρίς κορυφαία κρούστα

    συνώνυμο:
  • τάρτα

adjective

1. Tasting sour like a lemon

    synonym:
  • lemony
  • ,
  • lemonlike
  • ,
  • sourish
  • ,
  • tangy
  • ,
  • tart

1. Γευσιγνωσία ξινή σαν λεμόνι

    συνώνυμο:
  • λεμονάτος
  • ,
  • λεμονοειδήσ
  • ,
  • υπόξινος
  • ,
  • τάνγκι
  • ,
  • τάρτα

2. Harsh

  • "Sharp criticism"
  • "A sharp-worded exchange"
  • "A tart remark"
    synonym:
  • sharp
  • ,
  • sharp-worded
  • ,
  • tart

2. Σκληρός

  • "Απότομη κριτική"
  • "Μια απότομη ανταλλαγή"
  • "Μια τραγική παρατήρηση"
    συνώνυμο:
  • αιχμηρός
  • ,
  • τάρτα

Examples of using

After I pick some blueberries, I make a tart.
Αφού επιλέξω μερικά βατόμουρα, φτιάχνω μια τάρτα.