Translation meaning & definition of the word "tariff" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δασμολόγιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tariff
[Τιμολόγιο]/tɛrəf/
noun
1. A government tax on imports or exports
- "They signed a treaty to lower duties on trade between their countries"
- synonym:
- duty ,
- tariff
1. Κρατικός φόρος επί των εισαγωγών ή των εξαγωγών
- "Υπέγραψαν συνθήκη για τη μείωση των δασμών στο εμπόριο μεταξύ των χωρών τους"
- συνώνυμο:
- δασμός ,
- δασμολόγιο
verb
1. Charge a tariff
- "Tariff imported goods"
- synonym:
- tariff
1. Χρεώνω ένα τιμολόγιο
- "Ο δασμολογικός συνεργάτης εισάγει αγαθά"
- συνώνυμο:
- δασμολόγιο