Translation meaning & definition of the word "tarantula" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταραντούλα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tarantula
[Ταράντουλα]/tərænʧulə/
noun
1. Large southern european spider once thought to be the cause of tarantism (uncontrollable bodily movement)
- synonym:
- European wolf spider ,
- tarantula ,
- Lycosa tarentula
1. Μεγάλη νότια ευρωπαϊκή αράχνη κάποτε θεωρείται η αιτία της ταραντισμού (ανεξέλεγκτη σωματική κίνηση)
- συνώνυμο:
- Ευρωπαϊκή αράχνη λύκων ,
- ταράντουλα ,
- Λυκωσία ταρέντα
2. Large hairy tropical spider with fangs that can inflict painful but not highly venomous bites
- synonym:
- tarantula
2. Μεγάλη τριχωτή τροπική αράχνη με κυνόδοντες που μπορεί να προκαλέσει επώδυνα αλλά όχι ιδιαίτερα δηλητηριώδη τσιμπήματα
- συνώνυμο:
- ταράντουλα