Translation meaning & definition of the word "tar" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταρ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tar
[Ταρ]/tɑr/
noun
1. Any of various dark heavy viscid substances obtained as a residue
- synonym:
- pitch ,
- tar
1. Οποιαδήποτε από τις διάφορες σκούρες βαριές ιξώδεις ουσίες που λαμβάνονται ως υπόλειμμα
- συνώνυμο:
- πίσσα
2. A man who serves as a sailor
- synonym:
- mariner ,
- seaman ,
- tar ,
- Jack-tar ,
- Jack ,
- old salt ,
- seafarer ,
- gob ,
- sea dog
2. Ένας άνθρωπος που υπηρετεί ως ναύτης
- συνώνυμο:
- ναυτικός ,
- πίσσα ,
- Τζακ-αστέρι ,
- Τζακ ,
- παλιό αλάτι ,
- βουβός ,
- θαλάσσιος σκύλος
verb
1. Coat with tar
- "Tar the roof"
- "Tar the roads"
- synonym:
- tar
1. Παλτό με πίσσα
- "Στην οροφή"
- "Στους δρόμους"
- συνώνυμο:
- πίσσα