Translation meaning & definition of the word "tantalize" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δελεάζω" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tantalize
[Τανταλίζω]/tæntəlaɪz/
verb
1. Harass with persistent criticism or carping
- "The children teased the new teacher"
- "Don't ride me so hard over my failure"
- "His fellow workers razzed him when he wore a jacket and tie"
- synonym:
- tease ,
- razz ,
- rag ,
- cod ,
- tantalize ,
- tantalise ,
- bait ,
- taunt ,
- twit ,
- rally ,
- ride
1. Παρενόχληση με επίμονη κριτική ή σφυροκόπημα
- "Τα παιδιά πείραξαν τον νέο δάσκαλο"
- "Μη με οδηγείς τόσο σκληρά για την αποτυχία μου"
- "Οι συνάδελφοί του τον τάραξαν όταν φορούσε ένα σακάκι και γραβάτα"
- συνώνυμο:
- πειράζω ,
- ραζ ,
- πανουργία ,
- γάδος ,
- τανταλίζω ,
- τανταλίζουν ,
- δόλωμα ,
- τρομακτικό ,
- τουίτ ,
- ράλι ,
- βόλτα