Translation meaning & definition of the word "tanning" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "μαύρισμα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tanning
[Μαύρισμα]/tænɪŋ/
noun
1. Process in which skin pigmentation darkens as a result of exposure to ultraviolet light
- synonym:
- tanning
1. Διαδικασία κατά την οποία η χρώση του δέρματος σκουραίνει ως αποτέλεσμα της έκθεσης στο υπεριώδες φως
- συνώνυμο:
- μαύρισμα
2. Beating with a whip or strap or rope as a form of punishment
- synonym:
- whipping ,
- tanning ,
- flogging ,
- lashing ,
- flagellation
2. Ξυλοδαρμός με μαστίγιο ή ιμάντα ή σχοινί ως μορφή τιμωρίας
- συνώνυμο:
- μαστίγωμα ,
- μαύρισμα ,
- πρόσδεση
3. Making leather from rawhide
- synonym:
- tanning
3. Κατασκευή δέρματος από ακατέργαστο δέρμα
- συνώνυμο:
- μαύρισμα