Translation meaning & definition of the word "tampon" into Greek language
Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "ταμπόν" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tampon
[Ταμπόν]/tæmpɑn/
noun
1. Plug of cotton or other absorbent material
- Inserted into wound or body cavity to absorb exuded fluids (especially blood)
- synonym:
- tampon
1. Βύσμα από βαμβάκι ή άλλο απορροφητικό υλικό
- Εισάγεται στην κοιλότητα του τραύματος ή του σώματος για την απορρόφηση των εκπεμπόμενων υγρών (ιδιαίτερα του αίματος)
- συνώνυμο:
- ταμπόν
verb
1. Plug with a tampon
- synonym:
- tampon
1. Βύσμα με ταμπόν
- συνώνυμο:
- ταμπόν