Translation meaning & definition of the word "tamper" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλαστογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tamper
[Πλαστογραφώ]/tæmpər/
noun
1. A tool for tamping (e.g., for tamping tobacco into a pipe bowl or a charge into a drill hole etc.)
- synonym:
- tamp ,
- tamper ,
- tamping bar
1. Ένα εργαλείο για την επικάλυψη (ε.π.χ., για την ενσωμάτωση του καπνού σε ένα μπολ σωλήνων ή ένα φορτίο σε μια τρύπα τρυπανιών κ.)
- συνώνυμο:
- βαμβακερό ,
- παραποίηση ,
- μπαρ ταμπλό
verb
1. Play around with or alter or falsify, usually secretively or dishonestly
- "Someone tampered with the documents on my desk"
- "The reporter fiddle with the facts"
- synonym:
- tamper ,
- fiddle ,
- monkey
1. Παίξτε με ή αλλάξτε ή παραποιήστε, συνήθως μυστικά ή ανέντιμα
- "Κάποιος παραβίασε τα έγγραφα στο γραφείο μου"
- "Ο δημοσιογράφος παραπέμπει στα γεγονότα"
- συνώνυμο:
- παραποίηση ,
- βιολί ,
- μαϊμού
2. Intrude in other people's affairs or business
- Interfere unwantedly
- "Don't meddle in my affairs!"
- synonym:
- meddle ,
- tamper
2. Εισβάλλουν στις υποθέσεις ή τις επιχειρήσεις άλλων ανθρώπων
- Παρεμβαίνει ανεπιθύμητα
- "Μην ανακατεύεσαι στις υποθέσεις μου!"
- συνώνυμο:
- παρεμβαίνω ,
- παραποίηση