Translation meaning & definition of the word "tamp" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σφραγίδα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tamp
[Βαλβίδα]/tæmp/
noun
1. A tool for tamping (e.g., for tamping tobacco into a pipe bowl or a charge into a drill hole etc.)
- synonym:
- tamp ,
- tamper ,
- tamping bar
1. Ένα εργαλείο για την επικάλυψη (ε.π.χ., για την ενσωμάτωση του καπνού σε ένα μπολ σωλήνων ή ένα φορτίο σε μια τρύπα τρυπανιών κ.)
- συνώνυμο:
- βαμβακερό ,
- παραποίηση ,
- μπαρ ταμπλό
verb
1. Press down tightly
- "Tamp the coffee grinds in the container to make espresso"
- synonym:
- tamp down ,
- tamp ,
- pack
1. Πιέστε τα κάτω σφιχτά
- "Αλέστε τις αλέσεις του καφέ στο δοχείο για να φτιάξετε εσπρέσο"
- συνώνυμο:
- βάζω προς τα κάτω ,
- βαμβακερό ,
- πακέτο