Translation meaning & definition of the word "tally" into Greek language
Μεταφραστικό νόημα & ορισμός της λέξης "ταίρι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tally
[Απαιτώ]/tæli/
noun
1. A score in baseball made by a runner touching all four bases safely
- "The yankees scored 3 runs in the bottom of the 9th"
- "Their first tally came in the 3rd inning"
- synonym:
- run ,
- tally
1. Μια βαθμολογία στο μπέιζμπολ που γίνεται από έναν δρομέα που αγγίζει και τις τέσσερις βάσεις με ασφάλεια
- "Ο γιάνκης σκόραρε 3 τρέχει στο κάτω μέρος του 9ου"
- "Ο πρώτος τους αγώνας ήρθε στην 3η πρωινή"
- συνώνυμο:
- τρέχω ,
- τακτοποιημένα
2. A bill for an amount due
- synonym:
- reckoning ,
- tally
2. Ένα λογαριασμό για ένα οφειλόμενο ποσό
- συνώνυμο:
- υπολογίζοντασ ,
- τακτοποιημένα
3. The act of counting
- Reciting numbers in ascending order
- "The counting continued for several hours"
- synonym:
- count ,
- counting ,
- numeration ,
- enumeration ,
- reckoning ,
- tally
3. Η πράξη της μέτρησης
- Απαγγελία αριθμών με αύξουσα σειρά
- "Η καταμέτρηση συνεχίστηκε για αρκετές ώρες"
- συνώνυμο:
- αριθμεί ,
- μέτρηση ,
- αρίθμηση ,
- απαρίθμηση ,
- υπολογίζοντασ ,
- τακτοποιημένα
verb
1. Be compatible, similar or consistent
- Coincide in their characteristics
- "The two stories don't agree in many details"
- "The handwriting checks with the signature on the check"
- "The suspect's fingerprints don't match those on the gun"
- synonym:
- match ,
- fit ,
- correspond ,
- check ,
- jibe ,
- gibe ,
- tally ,
- agree
1. Να είστε συμβατοί, παρόμοιοι ή συνεπείς
- Συμπίπτουν στα χαρακτηριστικά τους
- "Οι δύο ιστορίες δεν συμφωνούν σε πολλές λεπτομέρειες"
- "Η γραφή ελέγχει με την υπογραφή στον έλεγχο"
- "Τα δακτυλικά αποτυπώματα του υπόπτου δεν ταιριάζουν με εκείνα που βρίσκονται στο όπλο"
- συνώνυμο:
- αγώνασ ,
- ταιριάζω ,
- αντιστοιχώ ,
- ελέγχω ,
- τζιμπέ ,
- τσίμπημα ,
- τακτοποιημένα ,
- συμφωνώ
2. Gain points in a game
- "The home team scored many times"
- "He hit a home run"
- "He hit .300 in the past season"
- synonym:
- score ,
- hit ,
- tally ,
- rack up
2. Κερδίστε πόντους σε ένα παιχνίδι
- "Η ομάδα στο σπίτι σκόραρε πολλές φορές"
- "Χτύπησε στο σπίτι του"
- "Χτύπησε 300 την περασμένη σεζόν"
- συνώνυμο:
- βαθμολογία ,
- χτύπημα ,
- τακτοποιημένα ,
- επιτίθεμαι
3. Keep score, as in games
- synonym:
- tally ,
- chalk up
3. Κρατήστε το σκορ, όπως στα παιχνίδια
- συνώνυμο:
- τακτοποιημένα ,
- παρασύρω
4. Determine the sum of
- "Add all the people in this town to those of the neighboring town"
- synonym:
- total ,
- tot ,
- tot up ,
- sum ,
- sum up ,
- summate ,
- tote up ,
- add ,
- add together ,
- tally ,
- add up
4. Προσδιορίστε το άθροισμα των
- "Προσθέστε όλους τους ανθρώπους σε αυτή την πόλη σε εκείνους της γειτονικής πόλης"
- συνώνυμο:
- σύνολο ,
- τετραγωνίζω ,
- αποτελώ ,
- ποσό ,
- συνοψίζω ,
- σύνοψη ,
- τουλάχιστον ,
- προσθέτω ,
- προσθέτω μαζί ,
- τακτοποιημένα