Translation meaning & definition of the word "talkative" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ομιλητικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Talkative
[Ομιλητικόσ]/tɔkətɪv/
adjective
1. Full of trivial conversation
- "Kept from her housework by gabby neighbors"
- synonym:
- chatty ,
- gabby ,
- garrulous ,
- loquacious ,
- talkative ,
- talky
1. Γεμάτο ασήμαντη συζήτηση
- "Εγκλωβισμένη από την οικιακή της εργασία από τους γείτονες"
- συνώνυμο:
- ανόητοσ ,
- γκάμπι ,
- φιλικόσ ,
- απερίσκεπτοσ ,
- ομιλητικόσ ,
- λιτόσ
2. Unwisely talking too much
- synonym:
- bigmouthed ,
- blabbermouthed ,
- blabby ,
- talkative
2. Ασύνετα μιλάει πάρα πολύ
- συνώνυμο:
- ανακατώνω ,
- αποστομωμένοσ ,
- μπλάμπι ,
- ομιλητικόσ
3. Friendly and open and willing to talk
- "Wine made the guest expansive"
- synonym:
- expansive ,
- talkative
3. Φιλικό και ανοιχτό και πρόθυμο να μιλήσει
- "Το κρασί έκανε τον επισκέπτη επεκτατικό"
- συνώνυμο:
- επεκτατική ,
- ομιλητικόσ
Examples of using
After the second glass of wine, Tom became talkative.
Μετά το δεύτερο ποτήρι κρασί, ο Τομ έγινε ομιλητικός.
During the second glass, he became talkative.
Κατά τη διάρκεια του δεύτερου ποτηριού, έγινε ομιλητικός.
He got drunk and became talkative.
Μεθούσε και έγινε ομιλητικός.