Translation meaning & definition of the word "talisman" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταλισμός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Talisman
[Ταλισμένος]/tælɪsmən/
noun
1. A trinket or piece of jewelry usually hung about the neck and thought to be a magical protection against evil or disease
- synonym:
- amulet ,
- talisman
1. Ένα μπιχλιμπίδι ή ένα κόσμημα συνήθως κρέμεται γύρω από το λαιμό και θεωρείται μια μαγική προστασία από το κακό ή την ασθένεια
- συνώνυμο:
- φυλαχτό
Examples of using
The talisman he's wearing is supposed to ward off evil spirits.
Το φυλαχτό που φοράει υποτίθεται ότι αποτρέπει τα κακά πνεύματα.