Translation meaning & definition of the word "taking" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "λήψη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Taking
[Λήψη]/tekɪŋ/
noun
1. The act of someone who picks up or takes something
- "The pickings were easy"
- "Clothing could be had for the taking"
- synonym:
- pickings ,
- taking
1. Η πράξη κάποιου που παίρνει ή παίρνει κάτι
- "Οι παραλαβές ήταν εύκολες"
- "Τα ρούχα θα μπορούσαν να είχαν για τη λήψη"
- συνώνυμο:
- παραλαβέσ ,
- αναλαμβάνω
adjective
1. Very attractive
- Capturing interest
- "A fetching new hairstyle"
- "Something inexpressibly taking in his manner"
- "A winning personality"
- synonym:
- fetching ,
- taking ,
- winning
1. Πολύ ελκυστικός
- Αιχμαλωτίζοντας το ενδιαφέρον
- "Ένα νέο χτένισμα"
- "Κάτι που παίρνει ανεξήγητα τον τρόπο του"
- "Μια νικητήρια προσωπικότητα"
- συνώνυμο:
- παρασύρω ,
- αναλαμβάνω ,
- νίκη
Examples of using
You're taking this too personally.
Το παίρνεις και προσωπικά.
Dad, I'm taking the car out for a drive.
Μπαμπά, παίρνω το αυτοκίνητο έξω για ένα αυτοκίνητο.
When Tom woke up, Mary was taking a shower.
Όταν ο Τομ ξύπνησε, η Μαίρη έκανε ντους.