Translation meaning & definition of the word "taker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δημιουργός" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Taker
[Παρατηρώ]/tekər/
noun
1. One who accepts an offer
- synonym:
- taker
1. Αυτός που δέχεται προσφορά
- συνώνυμο:
- λήπτησ
2. One who takes a bet or wager
- synonym:
- taker
2. Αυτός που παίρνει ένα στοίχημα ή ένα στοίχημα
- συνώνυμο:
- λήπτησ