Translation meaning & definition of the word "tailor" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταχυδρόμος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tailor
[Κουπαστή]/telər/
noun
1. A person whose occupation is making and altering garments
- synonym:
- tailor ,
- seamster ,
- sartor
1. Ένα πρόσωπο του οποίου το επάγγελμα παράγει και αλλάζει ρούχα
- συνώνυμο:
- ράφτης ,
- μοδίστρα ,
- σαρτόρ
verb
1. Adjust to a specific need or market
- "A magazine oriented towards young people"
- "Tailor your needs to your surroundings"
- synonym:
- tailor ,
- orient
1. Προσαρμογή σε μια συγκεκριμένη ανάγκη ή αγορά
- "Ένα περιοδικό προσανατολισμένο στους νέους"
- "Προσαρμόστε τις ανάγκες σας στο περιβάλλον σας"
- συνώνυμο:
- ράφτης ,
- προσανατολίζω
2. Style and tailor in a certain fashion
- "Cut a dress"
- synonym:
- cut ,
- tailor
2. Στυλ και ράφτης με έναν συγκεκριμένο τρόπο
- "Κόψε ένα φόρεμα"
- συνώνυμο:
- κόβω ,
- ράφτης
3. Create (clothes) with cloth
- "Can the seamstress sew me a suit by next week?"
- synonym:
- sew ,
- tailor ,
- tailor-make
3. Δημιουργήστε (μοτσάντα) με ύφασμα
- "Μπορεί η ραπτική να μου ράψει ένα κοστούμι μέχρι την επόμενη εβδομάδα?"
- συνώνυμο:
- ράβω ,
- ράφτης ,
- προσαρμοσμένο
Examples of using
My tailor is rich.
Ο ράφτης μου είναι πλούσιος.
The actor used to have the tailor make his suits.
Ο ηθοποιός έφτιαχνε τα κοστούμια του.