Translation meaning & definition of the word "tailing" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δακτυλογραφία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tailing
[Αποτυχία]/telɪŋ/
noun
1. The act of following someone secretly
- synonym:
- shadowing ,
- tailing
1. Η πράξη του να ακολουθείς κάποιον κρυφά
- συνώνυμο:
- σκίαση ,
- περιοδεία