Translation meaning & definition of the word "tai" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταϊλάνδη" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tai
[Τάι]/taɪ/
noun
1. A native or inhabitant of thailand
- synonym:
- Thai ,
- Tai ,
- Siamese
1. Είναι ιθαγενής ή κάτοικος της ταϊλάνδης
- συνώνυμο:
- Ταϊλανδέζικη ,
- Τάι ,
- Σιαμαίοσ
2. The most widespread and best known of the kadai family of languages
- synonym:
- Tai
2. Η πιο διαδεδομένη και πιο γνωστή από την οικογένεια των καντάι γλωσσών
- συνώνυμο:
- Τάι
adjective
1. Of or relating to or characteristic of thailand or its people
- "Siamese kings"
- "Different thai tribes live in the north"
- synonym:
- Thai ,
- Tai ,
- Siamese
1. Της ταϊλάνδης ή σχετικά με ή χαρακτηριστικά του λαού της
- "Σιαμαίοι βασιλιάδες"
- "Διαφορετικές ταϊλανδέζικες φυλές ζουν στο βορρά"
- συνώνυμο:
- Ταϊλανδέζικη ,
- Τάι ,
- Σιαμαίοσ
2. Of or relating to the languages of the thai people
- "Thai tones"
- synonym:
- Thai ,
- Tai ,
- Siamese
2. Από ή σχετικά με τις γλώσσες του λαού της ταϊλάνδης
- "Ται τόνοι"
- συνώνυμο:
- Ταϊλανδέζικη ,
- Τάι ,
- Σιαμαίοσ
3. Of or relating to thailand
- "The thai border with laos"
- synonym:
- Thai ,
- Tai ,
- Siamese
3. Από ή σχετικά με την ταϊλάνδη
- "Τα ταϊλανδικά σύνορα με το λάος"
- συνώνυμο:
- Ταϊλανδέζικη ,
- Τάι ,
- Σιαμαίοσ