Translation meaning & definition of the word "tadpole" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πόλος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tadpole
[Γυρίνο]/tædpoʊl/
noun
1. A larval frog or toad
- synonym:
- tadpole ,
- polliwog ,
- pollywog
1. Ένας βάτραχος προνύμφης ή φρύνος
- συνώνυμο:
- ταντόπολη ,
- πολλιώτικη ,
- πολυβίκος
Examples of using
As a tadpole grows, the tail disappears and legs begin to form.
Καθώς μεγαλώνει μια ταντόπολη, η ουρά εξαφανίζεται και τα πόδια αρχίζουν να σχηματίζονται.