Translation meaning & definition of the word "tad" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπαμπάς" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tad
[Μαστιγώ]/tæd/
noun
1. A slight amount or degree of difference
- "A tad too expensive"
- "Not a tad of difference"
- "The new model is a shade better than the old one"
- synonym:
- tad ,
- shade
1. Ελαφρά ποσότητα ή βαθμός διαφοράς
- "Ένα ματς πολύ ακριβό"
- "Όχι μια απόκλιση της διαφοράς"
- "Το νέο μοντέλο είναι μια σκιά καλύτερη από το παλιό"
- συνώνυμο:
- ταντ ,
- σκιά