Translation meaning & definition of the word "tactless" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "απραξία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tactless
[Ανεπιθύμητοσ]/tæktləs/
adjective
1. Lacking or showing a lack of what is fitting and considerate in dealing with others
- "In the circumstances it was tactless to ask her age"
- synonym:
- tactless ,
- untactful
1. Λείπει ή δείχνει έλλειψη του τι είναι κατάλληλο και διακριτικό στην αντιμετώπιση των άλλων
- "Υπό τις συνθήκες ήταν απερίσκεπτο να ρωτήσω την ηλικία της"
- συνώνυμο:
- απτόσ ,
- ανεπιθύμητοσ
2. Revealing lack of perceptiveness or judgment or finesse
- "An inept remark"
- "It was tactless to bring up those disagreeable"
- synonym:
- inept ,
- tactless
2. Αποκάλυψη έλλειψης αντιληπτικότητας ή κρίσης ή φινέτσας
- "Μια ανάρμοστη παρατήρηση"
- "Ήταν απρόσεκτο να αναφέρουμε αυτούς τους δυσάρεστους"
- συνώνυμο:
- ανίκανοσ ,
- απτόσ