Translation meaning & definition of the word "tactics" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τακτική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tactics
[Τακτική]/tæktɪks/
noun
1. The branch of military science dealing with detailed maneuvers to achieve objectives set by strategy
- synonym:
- tactics
1. Ο κλάδος της στρατιωτικής επιστήμης που ασχολείται με λεπτομερείς ελιγμούς για την επίτευξη των στόχων που θέτει η στρατηγική
- συνώνυμο:
- τακτική
2. A plan for attaining a particular goal
- synonym:
- tactic ,
- tactics ,
- maneuver ,
- manoeuvre
2. Ένα σχέδιο για την επίτευξη ενός συγκεκριμένου στόχου
- συνώνυμο:
- τακτική ,
- ελιγμός ,
- ελιγμοί
Examples of using
We were forced to change our tactics.
Αναγκαστήκαμε να αλλάξουμε την τακτική μας.
The trial lawyers couldn't get past the Mafia leader's stonewalling tactics.
Οι δικηγόροι της δίκης δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν την τακτική του ηγέτη της Μαφίας.