Translation meaning & definition of the word "tactfully" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πραγματικά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tactfully
[Απτώσ]/tæktfəli/
adverb
1. Showing tact or tactfulness
- In a tactful manner
- "He stepped tactfully in to prevent trouble"
- synonym:
- tactfully
1. Εμφάνιση τακτικότητας ή τακτικότητας
- Με τακτικό τρόπο
- "Μπήκε με τακτικότητα για να αποτρέψει το πρόβλημα"
- συνώνυμο:
- διακριτικά
Examples of using
He made his suggestion very tactfully.
Έκανε την πρότασή του πολύ διακριτικά.