Translation meaning & definition of the word "tactful" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "γεμάτος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tactful
[Απτό]/tæktfəl/
adjective
1. Having or showing a sense of what is fitting and considerate in dealing with others
- "She was tactful enough not to shatter his illusion"
- "A tactful remark eased her embarrassment"
- synonym:
- tactful
1. Έχοντας ή δείχνοντας μια αίσθηση του τι είναι κατάλληλο και διακριτικό στην αντιμετώπιση των άλλων
- "Ήταν αρκετά διακριτική ώστε να μην συντρίψει την ψευδαίσθησή του"
- "Ένα διακριτικό σχόλιο χαλάρωσε την αμηχανία της"
- συνώνυμο:
- τακτικός
2. Showing skill and sensitivity in dealing with people
- "By diplomatic conduct he avoided antagonizing anyone"
- "A tactful way of correcting someone"
- "The agency got the kid-glove treatment on capitol hill"
- synonym:
- tactful ,
- kid-glove
2. Δείχνοντας ικανότητα και ευαισθησία στην αντιμετώπιση των ανθρώπων
- "Με διπλωματική συμπεριφορά απέφυγε να ανταγωνιστεί κανέναν"
- "Ένας διακριτικός τρόπος για να διορθώσετε κάποιον"
- "Η υπηρεσία πήρε τη θεραπεία παιδιών-γαλλιών στο καπιτώλιο λόφο"
- συνώνυμο:
- τακτικός ,
- παιδί-γαλλί
Examples of using
Even the most tactful politician cannot have their foot in both camps for long.
Ακόμη και ο πιο ευγενικός πολιτικός δεν μπορεί να έχει το πόδι του και στα δύο στρατόπεδα για πολύ.
You're tactful.
Είσαι διακριτικός.
My first impression was that he was a tactful politician.
Η πρώτη μου εντύπωση ήταν ότι ήταν ένας διακριτικός πολιτικός.