Translation meaning & definition of the word "tacky" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δεξίωση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tacky
[Σκεπαστόσ]/tæki/
adjective
1. (of a glutinous liquid such as paint) not completely dried and slightly sticky to the touch
- "Tacky varnish"
- synonym:
- tacky
1. (από ένα γλουτινώδες υγρό όπως το χρώμα) δεν είναι εντελώς ξηρό και ελαφρώς κολλώδες στην αφή
- "Στιβαρό βερνίκι"
- συνώνυμο:
- κολλώδης
2. Tastelessly showy
- "A flash car"
- "A flashy ring"
- "Garish colors"
- "A gaudy costume"
- "Loud sport shirts"
- "A meretricious yet stylish book"
- "Tawdry ornaments"
- synonym:
- brassy ,
- cheap ,
- flash ,
- flashy ,
- garish ,
- gaudy ,
- gimcrack ,
- loud ,
- meretricious ,
- tacky ,
- tatty ,
- tawdry ,
- trashy
2. Άγευστα επιδεικτικά
- "Ένα αυτοκίνητο λάμψης"
- "Ένα φανταχτερό δαχτυλίδι"
- "Γαρινά χρώματα"
- "Ένα φανταχτερό κοστούμι"
- "Δυνατά αθλητικά πουκάμισα"
- "Ένα απλό αλλά κομψό βιβλίο"
- "Στολίδια στέγης"
- συνώνυμο:
- μπρούατσα ,
- φθηνόσ ,
- φλας ,
- φανταχτερός ,
- γαργάρα ,
- τζιμρούντζ ,
- δυνατός ,
- απλουστευμένοσ ,
- κολλώδης ,
- τατουάζ ,
- ταβέρ ,
- σκουπίδια