Translation meaning & definition of the word "tacker" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιτυχημένος" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tacker
[Δεσμευτήσ]/tækər/
noun
1. A worker who fastens things by tacking them (as with tacks or by spotwelding)
- synonym:
- tacker
1. Ένας εργαζόμενος που κλείνει τα πράγματα κολλώντας τους (ας με συσκευασίες ή με εντοπισμό )
- συνώνυμο:
- κολλώδησ
2. A sewer who fastens a garment with long loose stitches
- synonym:
- baster ,
- tacker
2. Ένας αποχετευτικός που στερεώνει ένα ένδυμα με μακριά χαλαρά ράμματα
- συνώνυμο:
- βάσησ ,
- κολλώδησ
3. A hand-held machine for driving staples home
- synonym:
- staple gun ,
- staplegun ,
- tacker
3. Μια χειροκίνητη μηχανή για την οδήγηση συρραπτικών στο σπίτι
- συνώνυμο:
- βασικό πυροβόλο όπλο ,
- συνδετικόσ ,
- κολλώδησ