Translation meaning & definition of the word "tack" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "επιστροφή" στην ελληνική γλώσσα
Tack
[Δεσμίδα]noun
1. The heading or position of a vessel relative to the trim of its sails
- synonym:
- tack
1. Την επικεφαλίδα ή τη θέση ενός σκάφους σε σχέση με την περιποίηση των πανιών του
- συνώνυμο:
- περιπλέκω
2. A short nail with a sharp point and a large head
- synonym:
- tack
2. Ένα κοντό καρφί με ένα κοφτερό σημείο και ένα μεγάλο κεφάλι
- συνώνυμο:
- περιπλέκω
3. Gear for a horse
- synonym:
- stable gear ,
- saddlery ,
- tack
3. Εργαλείο για ένα άλογο
- συνώνυμο:
- σταθερό εργαλείο ,
- σαρδέλα ,
- περιπλέκω
4. (nautical) a line (rope or chain) that regulates the angle at which a sail is set in relation to the wind
- synonym:
- sheet ,
- tack ,
- mainsheet ,
- weather sheet ,
- shroud
4. (ναυτικό) μια γραμμή (ροπέ ή αλυσίδα) που ρυθμίζει τη γωνία με την οποία τοποθετείται ένα πανί σε σχέση με τον άνεμο
- συνώνυμο:
- φύλλο ,
- περιπλέκω ,
- φύλλο κεντρικού δικτύου ,
- φύλλο καιρού ,
- περιπλανώμενοσ
5. (nautical) the act of changing tack
- synonym:
- tack ,
- tacking
5. (ναυτικό) η πράξη της αλλαγής του καρφιού
- συνώνυμο:
- περιπλέκω ,
- προσεγγίζω
6. Sailing a zigzag course
- synonym:
- tack
6. Ιστιοπλοΐα σε ένα μάθημα ζιγκ-ζαγκ
- συνώνυμο:
- περιπλέκω
verb
1. Fasten with tacks
- "Tack the notice on the board"
- synonym:
- tack
1. Στερεώστε με τις συσκευασίες
- "Συμπιέστε την ειδοποίηση στο ταμπλό"
- συνώνυμο:
- περιπλέκω
2. Turn into the wind
- "The sailors decided to tack the boat"
- "The boat tacked"
- synonym:
- tack ,
- wear round
2. Μετατρέπομαι σε άνεμο
- "Οι ναυτικοί αποφάσισαν να καρφώσουν το σκάφος"
- "Το σκάφος καρφώθηκε"
- συνώνυμο:
- περιπλέκω ,
- φορώ
3. Create by putting components or members together
- "She pieced a quilt"
- "He tacked together some verses"
- "They set up a committee"
- synonym:
- assemble ,
- piece ,
- put together ,
- set up ,
- tack ,
- tack together
3. Δημιουργήστε βάζοντας τα συστατικά ή τα μέλη μαζί
- "Βάλει ένα πάπλωμα"
- "Συνένωσε μερικά εδάφια"
- "Συγκροτήσαμε μια επιτροπή"
- συνώνυμο:
- συγκεντρώνω ,
- κομμάτι ,
- συνδυάζω ,
- στήνω ,
- περιπλέκω ,
- παρακολουθήστε μαζί
4. Sew together loosely, with large stitches
- "Baste a hem"
- synonym:
- baste ,
- tack
4. Ράψτε μαζί χαλαρά, με μεγάλα ράμματα
- "Κολλήστε ένα στρίφωμα"
- συνώνυμο:
- αποβάλλω ,
- περιπλέκω
5. Fix to
- Attach
- "Append a charm to the necklace"
- synonym:
- append ,
- tag on ,
- tack on ,
- tack ,
- hang on
5. Διορθώνω
- Προσαρμόζω
- "Απλώστε μια γοητεία στο κολιέ"
- συνώνυμο:
- προσαρτώ ,
- ετικέτα ,
- προχωρώ ,
- περιπλέκω ,
- παραμένω
6. Reverse (a direction, attitude, or course of action)
- synonym:
- interchange ,
- tack ,
- switch ,
- alternate ,
- flip ,
- flip-flop
6. Αντίστροφη κατεύθυνση, στάση ή πορεία δράσης(
- συνώνυμο:
- ανταλλαγή ,
- περιπλέκω ,
- διακόπτης ,
- εναλλάσσω ,
- αναστρέφω ,
- περιστρεφόμενος