Translation meaning & definition of the word "tablet" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "δισκίο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Tablet
[Δισκίο]/tæblət/
noun
1. A slab of stone or wood suitable for bearing an inscription
- synonym:
- tablet
1. Μια πλάκα από πέτρα ή ξύλο κατάλληλη για να φέρει μια επιγραφή
- συνώνυμο:
- ταμπλέτα
2. A number of sheets of paper fastened together along one edge
- synonym:
- pad ,
- pad of paper ,
- tablet
2. Μια σειρά από φύλλα χαρτιού στερεώνονται μαζί κατά μήκος μιας άκρης
- συνώνυμο:
- μαξιλάρι ,
- μαξιλάρι χαρτιού ,
- ταμπλέτα
3. A small flat compressed cake of some substance
- "A tablet of soap"
- synonym:
- tablet
3. Ένα μικρό επίπεδο συμπιεσμένο κέικ κάποιας ουσίας
- "Ένα δισκίο σαπουνιού"
- συνώνυμο:
- ταμπλέτα
4. A dose of medicine in the form of a small pellet
- synonym:
- pill ,
- lozenge ,
- tablet ,
- tab
4. Μια δόση φαρμάκου με τη μορφή μικρού σβόλου
- συνώνυμο:
- χάπι ,
- λόζελ ,
- ταμπλέτα ,
- καρτέλα
Examples of using
Dissolve the tablet in a glass of water.
Διαλύστε το δισκίο σε ένα ποτήρι νερό.
Just dissolve the tablet in a glass of water and drink.
Απλά διαλύστε το δισκίο σε ένα ποτήρι νερό και ποτό.