Translation meaning & definition of the word "ta" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "τα" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Ta
[Τα]/tɑ/
noun
1. A hard grey lustrous metallic element that is highly resistant to corrosion
- Occurs in niobite and fergusonite and tantalite
- synonym:
- tantalum ,
- Ta ,
- atomic number 73
1. Ένα σκληρό γκρι λαμπερό μεταλλικό στοιχείο που είναι ιδιαίτερα ανθεκτικό στη διάβρωση
- Εμφανίζεται σε νιοβίτη και φεργουσονίτη και τανταλίτη
- συνώνυμο:
- ταντάλιο ,
- Τα ,
- ατομικός αριθμός 73