Translation meaning & definition of the word "systemic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συστηματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Systemic
[Συστηματική]/sɪstɛmɪk/
adjective
1. Affecting an entire system
- "A systemic poison"
- synonym:
- systemic
1. Επηρεάζοντας ένα ολόκληρο σύστημα
- "Συστημικό δηλητήριο"
- συνώνυμο:
- συστηματικόσ