Translation meaning & definition of the word "systematic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συστηματική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Systematic
[Συστηματικόσ]/sɪstəmætɪk/
adjective
1. Characterized by order and planning
- "The investigation was very systematic"
- "A systematic administrator"
- synonym:
- systematic
1. Χαρακτηρίζεται από την τάξη και τον προγραμματισμό
- "Η έρευνα ήταν πολύ συστηματική"
- "Συστηματικός διαχειριστής"
- συνώνυμο:
- συστηματικόσ
2. Of or relating to taxonomy
- "Taxonomic relations"
- "A taxonomic designation"
- synonym:
- taxonomic ,
- taxonomical ,
- systematic
2. Από ή σχετικά με την ταξινόμηση
- "Ταξινομικές σχέσεις"
- "Ταξινομική ονομασία"
- συνώνυμο:
- ταξινομική ,
- συστηματικόσ
Examples of using
Tom's systematic problem-solving skills stood him in good stead for promotion to branch manager.
Οι συστηματικές δεξιότητες επίλυσης προβλημάτων του Τομ τον στάθηκαν σε καλή θέση για την προώθηση στο διαχειριστή υποκαταστημάτων.