Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "system" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "σύστημα" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

System

[Σύστημα]
/sɪstəm/

noun

1. Instrumentality that combines interrelated interacting artifacts designed to work as a coherent entity

  • "He bought a new stereo system"
  • "The system consists of a motor and a small computer"
    synonym:
  • system

1. Οργανικότητα που συνδυάζει αλληλένδετα αλληλεπιδρώντα αντικείμενα που έχουν σχεδιαστεί για να λειτουργούν ως συνεκτική οντότητα

  • "Αγόρασε ένα νέο στερεοφωνικό σύστημα"
  • "Το σύστημα αποτελείται από έναν κινητήρα και έναν μικρό υπολογιστή"
    συνώνυμο:
  • σύστημα

2. A group of independent but interrelated elements comprising a unified whole

  • "A vast system of production and distribution and consumption keep the country going"
    synonym:
  • system
  • ,
  • scheme

2. Μια ομάδα ανεξάρτητων αλλά αλληλένδετων στοιχείων που περιλαμβάνουν ένα ενοποιημένο σύνολο

  • "Ένα τεράστιο σύστημα παραγωγής και διανομής και κατανάλωσης κρατά τη χώρα σε εξέλιξη"
    συνώνυμο:
  • σύστημα
  • ,
  • σχέδιο

3. (physical chemistry) a sample of matter in which substances in different phases are in equilibrium

  • "In a static system oil cannot be replaced by water on a surface"
  • "A system generating hydrogen peroxide"
    synonym:
  • system

3. (φυσική χημεία) ένα δείγμα ύλης στην οποία ουσίες σε διαφορετικές φάσεις βρίσκονται σε ισορροπία

  • "Σε ένα στατικό σύστημα το πετρέλαιο δεν μπορεί να αντικατασταθεί από νερό σε μια επιφάνεια"
  • "Ένα σύστημα που παράγει υπεροξείδιο του υδρογόνου"
    συνώνυμο:
  • σύστημα

4. A complex of methods or rules governing behavior

  • "They have to operate under a system they oppose"
  • "That language has a complex system for indicating gender"
    synonym:
  • system
  • ,
  • system of rules

4. Ένα σύνολο μεθόδων ή κανόνων που διέπουν τη συμπεριφορά

  • "Πρέπει να λειτουργούν με ένα σύστημα που αντιτίθενται"
  • "Αυτή η γλώσσα έχει ένα πολύπλοκο σύστημα για την ένδειξη του φύλου"
    συνώνυμο:
  • σύστημα
  • ,
  • σύστημα κανόνων

5. An organized structure for arranging or classifying

  • "He changed the arrangement of the topics"
  • "The facts were familiar but it was in the organization of them that he was original"
  • "He tried to understand their system of classification"
    synonym:
  • arrangement
  • ,
  • organization
  • ,
  • organisation
  • ,
  • system

5. Οργανωμένη δομή για την οργάνωση ή την ταξινόμηση

  • "Άλλαξε τη ρύθμιση των θεμάτων"
  • "Τα γεγονότα ήταν οικεία, αλλά ήταν στην οργάνωση τους ότι ήταν πρωτότυπο"
  • "Προσπάθησε να κατανοήσει το σύστημα ταξινόμησής τους"
    συνώνυμο:
  • ρύθμιση
  • ,
  • οργάνωση
  • ,
  • σύστημα

6. A group of physiologically or anatomically related organs or parts

  • "The body has a system of organs for digestion"
    synonym:
  • system

6. Μια ομάδα φυσιολογικά ή ανατομικά συνδεδεμένων οργάνων ή τμημάτων

  • "Το σώμα έχει ένα σύστημα οργάνων για την πέψη"
    συνώνυμο:
  • σύστημα

7. A procedure or process for obtaining an objective

  • "They had to devise a system that did not depend on cooperation"
    synonym:
  • system

7. Διαδικασία ή διαδικασία για την επίτευξη ενός στόχου

  • "Έπρεπε να επινοήσουν ένα σύστημα που δεν εξαρτάται από τη συνεργασία"
    συνώνυμο:
  • σύστημα

8. The living body considered as made up of interdependent components forming a unified whole

  • "Exercise helped him get the alcohol out of his system"
    synonym:
  • system

8. Το ζωντανό σώμα θεωρείται ότι αποτελείται από αλληλοεξαρτώμενα συστατικά που σχηματίζουν ένα ενοποιημένο σύνολο

  • "Η άσκηση τον βοήθησε να βγάλει το αλκοόλ από το σύστημά του"
    συνώνυμο:
  • σύστημα

9. An ordered manner

  • Orderliness by virtue of being methodical and well organized
  • "His compulsive organization was not an endearing quality"
  • "We can't do it unless we establish some system around here"
    synonym:
  • organization
  • ,
  • organisation
  • ,
  • system

9. Ένας παραγγελθείς τρόπος

  • Τάξη λόγω του ότι είναι μεθοδικός και καλά οργανωμένος
  • "Η καταναγκαστική οργάνωσή του δεν ήταν μια προσφιλής ποιότητα"
  • "Δεν μπορούμε να το κάνουμε αν δεν δημιουργήσουμε κάποιο σύστημα εδώ γύρω"
    συνώνυμο:
  • οργάνωση
  • ,
  • σύστημα

Examples of using

This system of linear equations has exactly one solution.
Αυτό το σύστημα γραμμικών εξισώσεων έχει ακριβώς μία λύση.
This system of linear equations has infinitely many solutions.
Αυτό το σύστημα γραμμικών εξισώσεων έχει απείρως πολλές λύσεις.
Windows is a type of computer operating system.
Τα παράθυρα είναι ένας τύπος λειτουργικού συστήματος υπολογιστών.