Translation meaning & definition of the word "synthetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνθετικό" στην ελληνική γλώσσα
Synthetic
[Συνθετικόσ]noun
1. A compound made artificially by chemical reactions
- synonym:
- synthetic ,
- synthetic substance
1. Μια ένωση που γίνεται τεχνητά από τις χημικές αντιδράσεις
- συνώνυμο:
- συνθετικός ,
- συνθετική ουσία
adjective
1. Not of natural origin
- Prepared or made artificially
- "Man-made fibers"
- "Synthetic leather"
- synonym:
- man-made ,
- semisynthetic ,
- synthetic
1. Όχι φυσικής προέλευσης
- Παρασκευασμένο ή κατασκευασμένο τεχνητά
- "Ανθρώπινες ίνες"
- "Συνθετικό δέρμα"
- συνώνυμο:
- ανθρωπογενής ,
- ημισυνθετικά ,
- συνθετικός
2. Involving or of the nature of synthesis (combining separate elements to form a coherent whole) as opposed to analysis
- "Limnology is essentially a synthetic science composed of elements...that extend well beyond the limits of biology"- p.s.welch
- synonym:
- synthetic ,
- synthetical
2. Συμμετοχή ή της φύσης της σύνθεσης (συνδυάζοντας ξεχωριστά στοιχεία για να σχηματίσουν ένα συνεκτικό ολόκληρο) σε αντίθεση με την
- "Η λιμνολογία είναι ουσιαστικά μια συνθετική επιστήμη που αποτελείται από στοιχεία που εκτείνονται πολύ πέρα από τα όρια".
- συνώνυμο:
- συνθετικός ,
- συνθετικόσ
3. Systematic combining of root and modifying elements into single words
- synonym:
- synthetic
3. Συστηματικός συνδυασμός ρίζας και τροποποίησης στοιχείων σε μεμονωμένες λέξεις
- συνώνυμο:
- συνθετικός
4. Of a proposition whose truth value is determined by observation or facts
- "`all men are arrogant' is a synthetic proposition"
- synonym:
- synthetic ,
- synthetical
4. Μιας πρότασης της οποίας η αληθινή αξία καθορίζεται από την παρατήρηση ή τα γεγονότα
- "Όλοι οι άνθρωποι είναι αλαζονικοί είναι μια συνθετική πρόταση"
- συνώνυμο:
- συνθετικός ,
- συνθετικόσ
5. Artificial as if portrayed in a film
- "A novel with flat celluloid characters"
- synonym:
- celluloid ,
- synthetic
5. Τεχνητό σαν να απεικονίζεται σε μια ταινία
- "Ένα μυθιστόρημα με επίπεδους κυτταρινικούς χαρακτήρες"
- συνώνυμο:
- κυτταρινοειδήσ ,
- συνθετικός
6. Not genuine or natural
- "Counterfeit rhetoric that flourishes when passions are synthetic"- george will
- synonym:
- synthetic
6. Όχι γνήσιο ή φυσικό
- "Παραπλανητική ρητορική που ανθίζει όταν τα πάθη είναι συνθετικά" - τζορτζ γουίλ
- συνώνυμο:
- συνθετικός