Translation meaning & definition of the word "syndicate" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συνδικάτο" στην ελληνική γλώσσα
Syndicate
[Συνδικάτο]noun
1. A loose affiliation of gangsters in charge of organized criminal activities
- synonym:
- syndicate ,
- crime syndicate ,
- mob ,
- family
1. Μια χαλαρή σχέση των γκάνγκστερ που είναι υπεύθυνοι για οργανωμένες εγκληματικές δραστηριότητες
- συνώνυμο:
- συνδικάτο ,
- συνδικάτο εγκλήματος ,
- όχλοσ ,
- οικογένεια
2. An association of companies for some definite purpose
- synonym:
- consortium ,
- pool ,
- syndicate
2. Μια ένωση εταιρειών για κάποιο συγκεκριμένο σκοπό
- συνώνυμο:
- κοινοπραξία ,
- πισίνα ,
- συνδικάτο
3. A news agency that sells features or articles or photographs etc. to newspapers for simultaneous publication
- synonym:
- syndicate
3. Ένα πρακτορείο ειδήσεων που πωλεί χαρακτηριστικά ή άρθρα ή φωτογραφίες κλπ σε εφημερίδες για ταυτόχρονη δημοσίευση
- συνώνυμο:
- συνδικάτο
verb
1. Join together into a syndicate
- "The banks syndicated"
- synonym:
- syndicate
1. Ενωθείτε μαζί σε ένα συνδικάτο
- "Οι τράπεζες συνδικάτο"
- συνώνυμο:
- συνδικάτο
2. Organize into or form a syndicate
- synonym:
- syndicate
2. Οργανώστε ή σχηματίστε ένα συνδικάτο
- συνώνυμο:
- συνδικάτο
3. Sell articles, television programs, or photos to several publications or independent broadcasting stations
- synonym:
- syndicate
3. Πωλούν άρθρα, τηλεοπτικά προγράμματα ή φωτογραφίες σε διάφορες εκδόσεις ή ανεξάρτητους σταθμούς ραδιοτηλεοπτικών μεταδόσεων
- συνώνυμο:
- συνδικάτο