Translation meaning & definition of the word "sync" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "συνδ" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sync
[Συγχρονίζω]/sɪŋk/
verb
1. Make synchronous and adjust in time or manner
- "Let's synchronize our efforts"
- synonym:
- synchronize ,
- synchronise ,
- sync
1. Κάντε σύγχρονο και προσαρμόστε με το χρόνο ή τον τρόπο
- "Ας συγχρονίσουμε τις προσπάθειές μας"
- συνώνυμο:
- συγχρονίζω ,
- συγχρονισμός