Translation meaning & definition of the word "sympathetic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμπαθητικό" στην ελληνική γλώσσα
Sympathetic
[Συμπαθητική]adjective
1. Of or relating to the sympathetic nervous system
- "Sympathetic neurons"
- "Sympathetic stimulation"
- synonym:
- sympathetic
1. Από ή σχετικά με το συμπαθητικό νευρικό σύστημα
- "Συμπαθητικοί νευρώνες"
- "Συμπαθητική διέγερση"
- συνώνυμο:
- συμπαθητικόσ
2. Expressing or feeling or resulting from sympathy or compassion or friendly fellow feelings
- Disposed toward
- "Sympathetic to the students' cause"
- "A sympathetic observer"
- "A sympathetic gesture"
- synonym:
- sympathetic
2. Έκφραση ή συναίσθημα ή αποτέλεσμα συμπάθειας ή συμπόνιας ή φιλικών συναισθημάτων
- Διατεθειμένος
- "Συμπαθητική στην αιτία των μαθητών"
- "Συμπαθητικός παρατηρητής"
- "Μια συμπαθητική χειρονομία"
- συνώνυμο:
- συμπαθητικόσ
3. Showing or motivated by sympathy and understanding and generosity
- "Was charitable in his opinions of others"
- "Kindly criticism"
- "A kindly act"
- "Sympathetic words"
- "A large-hearted mentor"
- synonym:
- charitable ,
- benevolent ,
- kindly ,
- sympathetic ,
- good-hearted ,
- openhearted ,
- large-hearted
3. Επίδειξη ή κίνητρο από συμπάθεια και κατανόηση και γενναιοδωρία
- "Ήταν φιλανθρωπικό στις απόψεις του για τους άλλους"
- "Καλή κριτική"
- "Ευγενική πράξη"
- "Συμπαθητικές λέξεις"
- "Ένας μεγάλος μέντορας"
- συνώνυμο:
- φιλανθρωπικόσ ,
- καλοπροαίρετοσ ,
- ευγενικά ,
- συμπαθητικόσ ,
- καλόκαρδος ,
- ανοιχτόκαρδοσ ,
- μεγαλόκαρδος
4. (of characters in literature or drama) evoking empathic or sympathetic feelings
- "The sympathetic characters in the play"
- synonym:
- sympathetic ,
- appealing ,
- likeable ,
- likable
4. ( των χαρακτήρων στη λογοτεχνία ή το δράμα) προκαλώντας ενσυναίσθηση ή συμπαθητικά συναισθήματα
- "Οι συμπαθητικοί χαρακτήρες στο παιχνίδι"
- συνώνυμο:
- συμπαθητικόσ ,
- ελκυστικός ,
- αγαπητόσ ,
- προτιμώμενο
5. Having similar disposition and tastes
- "With their many similar tastes, he found her a most sympathetic companion"
- synonym:
- sympathetic
5. Έχοντας παρόμοια διάθεση και γεύσεις
- "Με τις πολλές παρόμοιες γεύσεις τους, τη βρήκε έναν πιο συμπαθητικό σύντροφο"
- συνώνυμο:
- συμπαθητικόσ
6. Relating to vibrations that occur as a result of vibrations in a nearby body
- "Sympathetic vibration"
- synonym:
- harmonic ,
- sympathetic
6. Σχετίζονται με δονήσεις που εμφανίζονται ως αποτέλεσμα δονήσεων σε ένα κοντινό σώμα
- "Συμπαθητική δόνηση"
- συνώνυμο:
- αρμονικόσ ,
- συμπαθητικόσ