Translation meaning & definition of the word "symmetry" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμμετρία" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Symmetry
[Συμμετρία]/sɪmətri/
noun
1. (mathematics) an attribute of a shape or relation
- Exact reflection of form on opposite sides of a dividing line or plane
- synonym:
- symmetry ,
- symmetricalness ,
- correspondence ,
- balance
1. ( μαθηματικά) ένα χαρακτηριστικό ενός σχήματος ή μιας σχέσης
- Ακριβής αντανάκλαση της μορφής στις αντίθετες πλευρές μιας διαχωριστικής γραμμής ή επίπεδο
- συνώνυμο:
- συμμετρία ,
- συμμετρικότητα ,
- αλληλογραφία ,
- ισορροπία
2. Balance among the parts of something
- synonym:
- symmetry ,
- proportion
2. Ισορροπία μεταξύ των μερών του κάτι
- συνώνυμο:
- συμμετρία ,
- αναλογία
3. (physics) the property of being isotropic
- Having the same value when measured in different directions
- synonym:
- isotropy ,
- symmetry
3. (φυσική) η ιδιότητα του να είναι ισοτροπική
- Έχοντας την ίδια τιμή όταν μετράται σε διαφορετικές κατευθύνσεις
- συνώνυμο:
- ισοτροπία ,
- συμμετρία
Examples of using
Do you know that the French do not hear the difference between "symmetry" and "asymmetry"?
Γνωρίζετε ότι οι Γάλλοι δεν ακούνε τη διαφορά μεταξύ "συμμετρίας" και "ασυμμετρίας"?