Translation meaning & definition of the word "symbolic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβολική" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Symbolic
[Συμβολική]/sɪmbɑlɪk/
adjective
1. Relating to or using or proceeding by means of symbols
- "Symbolic logic"
- "Symbolic operations"
- "Symbolic thinking"
- synonym:
- symbolic ,
- symbolical
1. Σχετικά με ή χρησιμοποιώντας ή προχωρώντας μέσω συμβόλων
- "Συμβολική λογική"
- "Συμβολικές επιχειρήσεις"
- "Συμβολική σκέψη"
- συνώνυμο:
- συμβολικός ,
- συμβολικόσ
2. Serving as a visible symbol for something abstract
- "A crown is emblematic of royalty"
- "The spinning wheel was as symbolic of colonical massachusetts as the codfish"
- synonym:
- emblematic ,
- emblematical ,
- symbolic ,
- symbolical
2. Λειτουργεί ως ορατό σύμβολο για κάτι αφηρημένο
- "Ένα στέμμα είναι εμβληματικό των δικαιωμάτων"
- "Ο περιστρεφόμενος τροχός ήταν τόσο συμβολικός για την κολονική μασαχουσέτη όσο και το μπακαλιάρο"
- συνώνυμο:
- εμβληματικόσ ,
- συμβολικός ,
- συμβολικόσ
3. Using symbolism
- "Symbolic art"
- synonym:
- symbolic
3. Χρησιμοποιώντας τον συμβολισμό
- "Συμβολική τέχνη"
- συνώνυμο:
- συμβολικός