Translation meaning & definition of the word "symbiotic" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "συμβιωτικό" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Symbiotic
[Συμβιωτικόσ]/sɪmbiɑtɪk/
adjective
1. Used of organisms (especially of different species) living together but not necessarily in a relation beneficial to each
- synonym:
- symbiotic
1. Χρησιμοποιημένος οργανισμός (ειδικά διαφορετικών ειδών) που ζουν μαζί αλλά όχι απαραίτητα σε μια σχέση ευεργετική για το καθένα
- συνώνυμο:
- συμβιωτικόσ
Examples of using
The relationship is convenient and symbiotic.
Η σχέση είναι βολική και συμβιωτική.