Translation meaning & definition of the word "swoop" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "βουτιά" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swoop
[Σφουγγαρίζω]/swup/
noun
1. (music) rapid sliding up or down the musical scale
- "The violinist was indulgent with his swoops and slides"
- synonym:
- swoop ,
- slide
1. (μουσική ταχεία ολίσθηση πάνω ή κάτω από τη μουσική κλίμακα
- "Ο βιολιστής ήταν απολαυστικός με τα σφυρίγματα και τις διαφάνειές του"
- συνώνυμο:
- πατώ ,
- διαφάνεια
2. A very rapid raid
- synonym:
- swoop
2. Μια πολύ γρήγορη επιδρομή
- συνώνυμο:
- πατώ
3. A swift descent through the air
- synonym:
- swoop
3. Μια γρήγορη κατάβαση μέσω του αέρα
- συνώνυμο:
- πατώ
verb
1. Move down on as if in an attack
- "The raptor swooped down on its prey"
- "The teacher swooped down upon the new students"
- synonym:
- pounce ,
- swoop
1. Προχωρήστε σαν σε μια επίθεση
- "Ο αρπακτικός κατέβηκε στο θήραμά του"
- "Ο δάσκαλος κατέβηκε πάνω στους νέους μαθητές"
- συνώνυμο:
- παραπονιέμαι ,
- πατώ
2. Move with a sweep, or in a swooping arc
- synonym:
- swoop
2. Μετακινήστε με ένα σκούπισμα, ή σε ένα επικλινές τόξο
- συνώνυμο:
- πατώ
3. Seize or catch with a swooping motion
- synonym:
- swoop ,
- swoop up
3. Αδράξτε ή πιάστε με μια κίνηση επίπλευσης
- συνώνυμο:
- πατώ ,
- ανεβαίνω