Translation meaning & definition of the word "swollen" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "πρήξιμο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swollen
[Πρησμένοσ]/swoʊlən/
adjective
1. Characteristic of false pride
- Having an exaggerated sense of self-importance
- "A conceited fool"
- "An attitude of self-conceited arrogance"
- "An egotistical disregard of others"
- "So swollen by victory that he was unfit for normal duty"
- "Growing ever more swollen-headed and arbitrary"
- "Vain about her clothes"
- synonym:
- conceited ,
- egotistic ,
- egotistical ,
- self-conceited ,
- swollen ,
- swollen-headed ,
- vain
1. Χαρακτηριστικό της ψεύτικης υπερηφάνειας
- Έχοντας μια υπερβολική αίσθηση αυτοεκτίμησης
- "Ένας ανόητος ανόητος"
- "Μια στάση αυτο-σκεπτόμενης αλαζονείας"
- "Μια εγωιστική αδιαφορία για τους άλλους"
- "Τόσο πρησμένος από τη νίκη που ήταν ακατάλληλος για κανονικό καθήκον"
- "Αυξάνεται όλο και πιο πρησμένη κεφαλή και αυθαίρετη"
- "Αλλά για τα ρούχα της"
- συνώνυμο:
- επαινεθεί ,
- εγωιστική ,
- αυτο-σκεπτόμενος ,
- πρησμένος ,
- μάταιος
Examples of using
My eye has swollen up.
Το μάτι μου έχει πρηστεί.
My hamster has a swollen testicle on one side.
Το χάμστερ μου έχει έναν πρησμένο όρχι στη μία πλευρά.