Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "switch" into Greek language

Μετάφραση που σημαίνει & ορισμός της λέξης "εναλλαγή" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Switch

[Διακόπτης]
/swɪʧ/

noun

1. Control consisting of a mechanical or electrical or electronic device for making or breaking or changing the connections in a circuit

    synonym:
  • switch
  • ,
  • electric switch
  • ,
  • electrical switch

1. Έλεγχος που αποτελείται από μηχανική ή ηλεκτρική ή ηλεκτρονική συσκευή για την κατασκευή ή το σπάσιμο ή την αλλαγή των συνδέσεων σε ένα κύκλωμα

    συνώνυμο:
  • διακόπτης
  • ,
  • ηλεκτρικός διακόπτης

2. An event in which one thing is substituted for another

  • "The replacement of lost blood by a transfusion of donor blood"
    synonym:
  • substitution
  • ,
  • permutation
  • ,
  • transposition
  • ,
  • replacement
  • ,
  • switch

2. Ένα γεγονός στο οποίο ένα πράγμα αντικαθιστά ένα άλλο

  • "Η αντικατάσταση του χαμένου αίματος από μετάγγιση αίματος δότη"
    συνώνυμο:
  • αντικατάσταση
  • ,
  • μετάθεση
  • ,
  • μεταφορά
  • ,
  • διακόπτης

3. Hairpiece consisting of a tress of false hair

  • Used by women to give shape to a coiffure
    synonym:
  • switch

3. Κομμωτήριο που αποτελείται από μια τρέσα ψεύτικων μαλλιών

  • Χρησιμοποιείται από τις γυναίκες για να δώσει σχήμα σε ένα coiffure
    συνώνυμο:
  • διακόπτης

4. Railroad track having two movable rails and necessary connections

  • Used to turn a train from one track to another or to store rolling stock
    synonym:
  • switch

4. Σιδηροδρομική γραμμή με δύο κινητές ράγες και απαραίτητες συνδέσεις

  • Χρησιμοποιείται για τη στροφή ενός τρένου από τη μια γραμμή στην άλλη ή για την αποθήκευση τροχαίου υλικού
    συνώνυμο:
  • διακόπτης

5. A flexible implement used as an instrument of punishment

    synonym:
  • switch

5. Ένα ευέλικτο εργαλείο που χρησιμοποιείται ως όργανο τιμωρίας

    συνώνυμο:
  • διακόπτης

6. A basketball maneuver

  • Two defensive players shift assignments so that each guards the player usually guarded by the other
    synonym:
  • switch

6. Ένας ελιγμός μπάσκετ

  • Δύο αμυντικοί παίκτες αλλάζουν αναθέσεις έτσι ώστε ο καθένας να φρουρεί τον παίκτη που συνήθως φρουρείται από τον άλλο
    συνώνυμο:
  • διακόπτης

7. The act of changing one thing or position for another

  • "His switch on abortion cost him the election"
    synonym:
  • switch
  • ,
  • switching
  • ,
  • shift

7. Η πράξη της αλλαγής ενός πράγματος ή θέσης για ένα άλλο

  • "Η αλλαγή του στις αμβλώσεις του κόστισε τις εκλογές"
    συνώνυμο:
  • διακόπτης
  • ,
  • εναλλαγή
  • ,
  • βάρδια

verb

1. Change over, change around, as to a new order or sequence

    synonym:
  • switch over
  • ,
  • switch
  • ,
  • exchange

1. Αλλαγή, αλλαγή γύρω, ως προς μια νέα σειρά ή ακολουθία

    συνώνυμο:
  • ανοίγω
  • ,
  • διακόπτης
  • ,
  • ανταλλαγή

2. Exchange or give (something) in exchange for

    synonym:
  • trade
  • ,
  • swap
  • ,
  • swop
  • ,
  • switch

2. Αντάλλαγμα ή να δώσει (κάτι) σε αντάλλαγμα για

    συνώνυμο:
  • εμπόριο
  • ,
  • ανταλλαγή
  • ,
  • ανατροπή
  • ,
  • διακόπτης

3. Lay aside, abandon, or leave for another

  • "Switch to a different brand of beer"
  • "She switched psychiatrists"
  • "The car changed lanes"
    synonym:
  • switch
  • ,
  • shift
  • ,
  • change

3. Αφήστε στην άκρη, εγκαταλείψτε ή φύγετε για άλλον

  • "Μετάβαση σε διαφορετική μάρκα μπύρας"
  • "Άλλαξε ψυχίατρο"
  • "Το αυτοκίνητο άλλαξε λωρίδα"
    συνώνυμο:
  • διακόπτης
  • ,
  • βάρδια
  • ,
  • αλλαγή

4. Make a shift in or exchange of

  • "First joe led
  • Then we switched"
    synonym:
  • switch
  • ,
  • change over
  • ,
  • shift

4. Κάντε μια αλλαγή ή ανταλλαγή

  • "Πρώτος τζο ηγήθηκε
  • Μετά αλλάξαμε"
    συνώνυμο:
  • διακόπτης
  • ,
  • αλλάζω
  • ,
  • βάρδια

5. Cause to go on or to be engaged or set in operation

  • "Switch on the light"
  • "Throw the lever"
    synonym:
  • throw
  • ,
  • flip
  • ,
  • switch

5. Αιτία να συνεχίσει ή να εμπλακεί ή να τεθεί σε λειτουργία

  • "Διακόπτης στο φως"
  • "Πέτα το μοχλό"
    συνώνυμο:
  • ρίχνω
  • ,
  • αναστροφή
  • ,
  • διακόπτης

6. Flog with or as if with a flexible rod

    synonym:
  • switch

6. Μαστίγωμα με ή σαν με εύκαμπτη ράβδο

    συνώνυμο:
  • διακόπτης

7. Reverse (a direction, attitude, or course of action)

    synonym:
  • interchange
  • ,
  • tack
  • ,
  • switch
  • ,
  • alternate
  • ,
  • flip
  • ,
  • flip-flop

7. Αντίστροφη (κατεύθυνση, στάση ή πορεία δράσης)

    συνώνυμο:
  • ανταλλαγή
  • ,
  • τακτοποιώ
  • ,
  • διακόπτης
  • ,
  • εναλλακτικός
  • ,
  • αναστροφή
  • ,
  • σαγιονάρα

Examples of using

Tom reached for the light switch and turned it off.
Ο Τομ άπλωσε το χέρι του για τον διακόπτη φώτων και τον έσβησε.
Would you like to switch seats?
Θα θέλατε να αλλάξετε θέσεις;
May I switch on the light?
Μπορώ να ανάψω το φως;