Translation meaning & definition of the word "swish" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "μπάνιο" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swish
[Σουφρώνω]/swɪʃ/
noun
1. A brushing or rustling sound
- synonym:
- swish
1. Ένας ήχος βουρτσίσματος ή θρόισμα
- συνώνυμο:
- ελώδησ
verb
1. Move with or cause to move with a whistling or hissing sound
- "The bubbles swoshed around in the glass"
- "The curtain swooshed open"
- synonym:
- lap ,
- swish ,
- swosh ,
- swoosh
1. Μετακινηθείτε ή προκαλέστε την κίνηση με ένα σφύριγμα ή σφυρίζοντας ήχο
- "Οι φυσαλίδες έπεσαν στο ποτήρι"
- "Η κουρτίνα άνοιξε"
- συνώνυμο:
- περιπλανώμαι ,
- ελώδησ ,
- αποτυγχάνω ,
- σουλτάνος
adjective
1. Elegant and fashionable
- "Classy clothes"
- "A classy dame"
- "A posh restaurant"
- "A swish pastry shop on the rue du bac"- julia child
- synonym:
- classy ,
- posh ,
- swish
1. Κομψό και μοντέρνο
- "Κλασάτα ρούχα"
- "Μια αριστοκρατική κυρία"
- "Ένα εστιατόριο"
- "Ένα κατάστημα ζαχαροπλαστικής στο ρου ντι μπακ"- τζούλια παιδί
- συνώνυμο:
- αριστοκρατικόσ ,
- ποσ ,
- ελώδησ