Translation meaning & definition of the word "swinging" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "ταλάντευση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swinging
[Κολύμβηση]/swɪŋɪŋ/
noun
1. Changing location by moving back and forth
- synonym:
- swing ,
- swinging ,
- vacillation
1. Αλλάζοντας την τοποθεσία μετακινούμενος πέρα δώθε
- συνώνυμο:
- ταλάντευση ,
- εκκενώσεισ
adjective
1. Characterized by a buoyant rhythm
- "An easy lilting stride"
- "The flute broke into a light lilting air"
- "A swinging pace"
- "A graceful swingy walk"
- "A tripping singing measure"
- synonym:
- lilting ,
- swinging ,
- swingy ,
- tripping
1. Χαρακτηρίζεται από έναν πολυτάραχο ρυθμό
- "Ένα εύκολο βήμα με αναβολή"
- "Το φλάουτο έσπασε σε έναν ελαφρύ αέρα"
- "Ένας ταλαντευόμενος ρυθμός"
- "Ένας χαριτωμένος ταλαντευμένος περίπατος"
- "Ένα τραγουδιστικό μέτρο"
- συνώνυμο:
- αναβοσβήνει ,
- ταλάντευση ,
- ταλαντευόμενοσ ,
- τριπλασιασμός