Translation meaning & definition of the word "swindle" into Greek language
Μεταφραστική έννοια και ορισμός της λέξης "αστράφτει" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swindle
[Στριφογυρίζω]/swɪndəl/
noun
1. The act of swindling by some fraudulent scheme
- "That book is a fraud"
- synonym:
- swindle ,
- cheat ,
- rig
1. Η πράξη της απάτης από κάποιο δόλιο σχέδιο
- "Το βιβλίο είναι απάτη"
- συνώνυμο:
- αποπλανώ ,
- εξαπατώ ,
- εξέδρα
verb
1. Deprive of by deceit
- "He swindled me out of my inheritance"
- "She defrauded the customers who trusted her"
- "The cashier gypped me when he gave me too little change"
- synonym:
- victimize ,
- swindle ,
- rook ,
- goldbrick ,
- nobble ,
- diddle ,
- bunco ,
- defraud ,
- scam ,
- mulct ,
- gyp ,
- gip ,
- hornswoggle ,
- short-change ,
- con
1. Στερείται από την εξαπάτηση
- "Με τράβηξε από την κληρονομιά μου"
- "Απάτησε τους πελάτες που την εμπιστεύτηκαν"
- "Ο ταμίας με περικύκλωσε όταν μου έδωσε πολύ λίγη αλλαγή"
- συνώνυμο:
- θυματοποιώ ,
- αποπλανώ ,
- ρουκ ,
- χρυσό τρικ ,
- ευγενήσ ,
- περιπλανώμαι ,
- λαγουδάκι ,
- εξαπάτηση ,
- απάτη ,
- πολτόσ ,
- τσιγγάνος ,
- τζιπ ,
- ανταλλάσω ,
- βραχεία αλλαγή ,
- κουκουνάρι