Translation meaning & definition of the word "swimming" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "κολύμπι" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swimming
[Κολύμβηση]/swɪmɪŋ/
noun
1. The act of swimming
- "It was the swimming they enjoyed most": "they took a short swim in the pool"
- synonym:
- swimming ,
- swim
1. Η πράξη της κολύμβησης
- "Ήταν το κολύμπι που απολάμβαναν περισσότερο": "πήραν μια μικρή βουτιά στην πισίνα"
- συνώνυμο:
- κολύμβηση ,
- κολυμβώ
adjective
1. Filled or brimming with tears
- "Swimming eyes"
- "Sorrow made the eyes of many grow liquid"
- synonym:
- liquid ,
- swimming
1. Γεμάτο ή γεμάτο δάκρυα
- "Κολυμπώντας τα μάτια"
- "Αύριο έκανε τα μάτια πολλών να αναπτυχθούν υγρά"
- συνώνυμο:
- υγρό ,
- κολύμβηση
2. Applied to a fish depicted horizontally
- synonym:
- naiant ,
- swimming
2. Εφαρμόζεται σε ένα ψάρι που απεικονίζεται οριζόντια
- συνώνυμο:
- ναϊαντάν ,
- κολύμβηση
Examples of using
I'm swimming in the ocean.
Κολυμπάω στον ωκεανό.
I love playing tennis more than swimming.
Μου αρέσει να παίζω τένις περισσότερο από το κολύμπι.
I thought you enjoyed swimming.
Νόμιζα ότι απολαμβάνεις το κολύμπι.