Lingvanex Tranalator

Translator for


translation app

Lingvanex - your universal translation app

Translator for

Download For Free

Translation meaning & definition of the word "swill" into Greek language

Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "πλησιάστε" στην ελληνική γλώσσα

EnglishGreek

Swill

[Παραφιλώ]
/swɪl/

noun

1. Wet feed (especially for pigs) consisting of mostly kitchen waste mixed with water or skimmed or sour milk

    synonym:
  • slop
  • ,
  • slops
  • ,
  • swill
  • ,
  • pigswill
  • ,
  • pigwash

1. Υγρές ζωοτροφές (ειδικά για χοίρους) που αποτελούνται κυρίως από απορρίμματα κουζίνας αναμεμειγμένα με νερό ή αποκορυφωμένο ή ξινόγαλα

    συνώνυμο:
  • πλημμυρίζω
  • ,
  • παύλεσ
  • ,
  • αποτραβώ
  • ,
  • πλαταγώ
  • ,
  • πλιγούρι

verb

1. Feed pigs

    synonym:
  • slop
  • ,
  • swill

1. Χοίροι τροφών

    συνώνυμο:
  • πλημμυρίζω
  • ,
  • αποτραβώ

2. Drink large quantities of (liquid, especially alcoholic drink)

    synonym:
  • swill
  • ,
  • swill down

2. Πίνετε μεγάλες ποσότητες (λικυδιού, ιδιαίτερα αλκοολούχο ποτό)

    συνώνυμο:
  • αποτραβώ
  • ,
  • καταπίνω