Translation meaning & definition of the word "swerve" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "διατήρηση" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Swerve
[Αποταμιεύω]/swərv/
noun
1. The act of turning aside suddenly
- synonym:
- swerve ,
- swerving ,
- veering
1. Η πράξη της απομάκρυνσης ξαφνικά
- συνώνυμο:
- ταλαντεύω ,
- ταλαντεύεται ,
- που παρακινεί
2. An erratic deflection from an intended course
- synonym:
- yaw ,
- swerve
2. Μια ακανόνιστη εκτροπή από ένα επιδιωκόμενο μάθημα
- συνώνυμο:
- ναυαγε ,
- ταλαντεύω
verb
1. Turn sharply
- Change direction abruptly
- "The car cut to the left at the intersection"
- "The motorbike veered to the right"
- synonym:
- swerve ,
- sheer ,
- curve ,
- trend ,
- veer ,
- slue ,
- slew ,
- cut
1. Γυρίζω απότομα
- Αλλάξτε κατεύθυνση απότομα
- "Το αυτοκίνητο κόβεται προς τα αριστερά στη διασταύρωση"
- "Η μοτοσικλέτα έφτασε στα δεξιά"
- συνώνυμο:
- ταλαντεύω ,
- καθαρός ,
- καμπύλη ,
- τάση ,
- παρακινδυνεύω ,
- πλοκή ,
- λεπτόσ ,
- κόβω