Translation meaning & definition of the word "sweltering" into Greek language
Μεταφραστική έννοια & ορισμός της λέξης "περιστροφή" στην ελληνική γλώσσα
English⟶Greek
Sweltering
[Περιστρέφω]/swɛltərɪŋ/
adjective
1. Excessively hot and humid or marked by sweating and faintness
- "A sweltering room"
- "Sweltering athletes"
- synonym:
- sweltering ,
- sweltry
1. Υπερβολικά ζεστό και υγρό ή χαρακτηρίζεται από εφίδρωση και λιποθυμία
- "Ένα τραβηγμένο δωμάτιο"
- "Αθλητές που ταλαντεύονται"
- συνώνυμο:
- περιστρέφω ,
- ερωτοτροπώ